- δίπυλον
- δίπυλοςdouble-gatedmasc/fem acc sgδίπυλοςdouble-gatedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δίπυλον — Το τμήμα των τειχών της Αθήνας που βρισκόταν στον Κεραμεικό, κοντά στη σημερινή εκκλησία της Αγίας Τριάδας, όπου υπήρχε και η κυριότερη είσοδος της πόλης. Ονομαζόταν και Πύλαι Κεραμεικαί. Το Δ. χτίστηκε την εποχή του Λυκούργου (338 π.Χ.) και… … Dictionary of Greek
Kerameikos — (Greek: Κεραμεικός) is an area of Athens, Greece, located to the northwest of the Acropolis, which includes an extensive area both within and outside the ancient city walls, on both sides of the Dipylon (Δίπυλον) Gate and by the banks of the… … Wikipedia
Керамик — (Κεραμεικός) дем в Аттике, область которого обнимала часть Афин и их окрестностей. Стена Фемистокла разделила область К. на две части. Здесь находились известнейшие из афинских ворот Δίπυλον, через которые вела дорога в Пирей и священная дорога в … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
АТТИКА — • Attĭca, ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму … Реальный словарь классических древностей
δίπυλος — η, ο (Α δίπυλος, ον) 1. αυτός που έχει δύο πύλες, δίθυρος 2. το ουδ. ως ουσ. το Δίπυλον η κύρια πύλη τού τείχους της αρχαίας Αθήνας στον Κεραμεικό απ όπου ξεκινούσε η Ιερά Οδός αρχ. 1. ναός τού Ιανού στη Ρώμη 2. υπερώο … Dictionary of Greek
κολωνός — Ονομασία με την οποία αναφέρονται τρεις αρχαίοι δήμοι της Αττικής. Αγοραίος Κ. Πήρε την ονομασία του από τον λόφο που βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Αγοράς των Αθηνών, εκεί όπου είναι χτισμένο το Θησείο (ο ναός του Ηφαίστου και της Αθηνάς) και… … Dictionary of Greek
Δημιάδες Πύλες — Μεγάλη πύλη των Αθηνών, που παλαιότερα ονομαζόταν Θριάσιαι Πύλαι ή Ιερά Πύλη, επειδή από εκεί ξεκινούσε η Ιερά οδός. Την Ιερά οδό ακολουθούσε η ελευσινιακή πομπή στην πορεία της από το Θριάσιο πεδίο προς την Ελευσίνα. Λεγόταν και Κεραμεικαί Πύλαι … Dictionary of Greek
νεκροπόλεις - νεκροταφεία — Με τον όρο «νεκρόπολις» χαρακτηρίζεται κάθε περιοχή, όπου θάβονταν, όπως και σήμερα, στην αρχαία εποχή οι νεκροί μιας πόλης, ή ενός απλού οικισμού. Οι περιοχές αυτές ήταν πάντοτε έξω από τον περίβολο του οικισμού ή τα τείχη της πόλης και η έκτασή … Dictionary of Greek